- κλεεινός
- κλεεινός, ή, όν, poet. ([dialect] Ion.) form of κλεινός, Socr. ap. D.L.2.42.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλεεινός — κλεεινός, ή, όν (Α) ιων. τ. βλ. κλεινός … Dictionary of Greek
κλεεινός — masc nom sg κλεεννός famous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεεινόν — κλεεινός masc acc sg κλεεινός neut nom/voc/acc sg κλεεννός famous masc acc sg κλεεννός famous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεεινώ — κλεεινός masc/neut nom/voc/acc dual κλεεννός famous masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεινός — ή, ό(ν) (AM κλεινός, ή, όν, Α ιων. τ. κλεεινός, αιολ. τ. κλεενός) ένδοξος, περίφημος, επιφανής, διάσημος, ονομαστός (α. «κλεινά Σαλαμίς», Σοφ. β. «ἡ Διὸς κλεινὴ δάμαρ», Αισχύλ. γ. «ὦ κλεινοτάτην αἰθέριον οἰκίσας πόλιν», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «το… … Dictionary of Greek
κλεαινός — κλεαινός, ή, όν (Α) [κλέος] (στον Ησύχ. εφθαρμ.) κλεεινός* … Dictionary of Greek